- σινολογία
- ηεπιστήμη που μελετά τον κινέζικο πολιτισμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σινολογία — η, Ν η επιστήμη που ασχολείται με την έρευνα και με τη μελέτη τής ιστορίας και τού πολιτισμού τής Κίνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σινολόγος. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. sinologie, και μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Χώρα] … Dictionary of Greek
σινολογικός — ή, ό, Ν [σινολογία] σχετικός με την σινολογία … Dictionary of Greek
σινολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας ειδικός στη σινολογία* [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. sinologue < Σίνες «Κινέζοι» + λόγος*] … Dictionary of Greek
σινολόγος, ο — η επιστήμονας που ασχολείται με τη σινολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)